- σωριάζομαι
- 1) affaisser2) affaler
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
σωριάζομαι — σωριάζομαι, σωριάστηκα, σωριασμένος βλ. πίν. 36 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
δουπώ — και γδουπώ (AM δουπῶ, έω) [δούπος] κάνω δούπο, παράγω υπόκωφο ήχο αρχ. 1. σωριάζομαι νεκρός με γδούπο («δούπησε δὲ πεσών») 2. φρ. α) «δουπεῑ χεὶρ γυναικῶν» θρηνούν οι γυναίκες χτυπώντας τα χέρια στο στήθος τους β) «κώπῃ δουπῶ» χτυπώ με τα κουπιά… … Dictionary of Greek
εκπίπτω — (AM ἐκπίπτω, Α και ἐκπίτνω) χάνω την αξία ή το αξίωμά μου (α. «εξέπεσε από τον θρόνο» β. «ἐκ πολλῶν τε καὶ εὐδαιμόνων ἐκπεσὼν ἐς πτωχηΐην ἀπῑκται», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. χάνω την αγοραστική μου αξία, μειώνομαι, υποτιμώμαι («η αξία τού νομίσματος… … Dictionary of Greek
καταρρέω — (AM καταρρέω) 1. κατακρημνίζομαι, γκρεμίζομαι, σωριάζομαι κάτω (α. «κατέρρευσε η στέγη τού σπιτιού» β. «καραρρυῆναι δὲ τῷ ἱερῷ τὸν ὄροφον τεκμαίροιτο ἄν τις ὑπὸ τοῡ χρόνου», Παυσ.) 2. αφανίζομαι (α. «τής νεότητας μου ρεύμα, διατί δεν καταρρέεις… … Dictionary of Greek
κουβαριάζω — και κουβαρίζω (Μ κουβαριάζω και κουβαρίζω) [κουβάρι] τυλίγω νήμα σε κουβάρι νεοελλ. 1. συστρέφω ή τσαλακώνω κάτι («έβγαλε από το κεφάλι τη μπόλια της και κουβαριάζοντάς την τήν έριξε χάμου με ορμή», Θεοτ.) 2. εξαπατώ κάποιον, τόν τυλίγω 3. μέσ.… … Dictionary of Greek
οκλάζω — (Α ὀκλάζω) 1. κάθομαι με κεκαμμένα τα σκέλη, κάθομαι σε μαζεμένη στάση με λυγισμένα τα γόνατα και με το σώμα στηριγμένο στα δάχτυλα τών ποδιών 2. (ιδίως για ζώο, όπως άλογο ή βόδι) πέφτω στα γόνατα και στηρίζω το βάρος τού σώματός μου σε αυτά,… … Dictionary of Greek
πέφτω — ΝΜ 1. φέρομαι από το βάρος μου από πάνω προς τα κάτω (α. «πέφτει χιόνι» β. «πέφτει βροχή» γ. «έπεσε ένα κεραμίδι και τόν χτύπησε») 2. αποσπώμαι από τη θέση μου και φέρομαι προς τα κάτω, αποπίπτω (α. «έχω καιρό π αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου» … Dictionary of Greek
πίπτω — ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Α ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», Ομ. Ιλ. β. «βάρβαροι γυναῑκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ », Ευρ). νεοελλ. (η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) οι πεσόντες οι νεκροί σε πεδία… … Dictionary of Greek
σωριάζω — Ν [σωρός] 1. ρίχνω διάφορα πράγματα το ένα επάνω στο άλλο και σχηματίζω σωρό, σωρεύω 2. μέσ. σωριάζομαι α) πέφτω σε σωρούς, σχηματίζω σωρό («σωριάζονται τα φύλλα τού φθινοπώρου») β) μτφ. πέφτω κάτω αναίσθητος («σωριάστηκε ξαφνικά λιπόθυμος») … Dictionary of Greek
σωροβολιάζομαι — Ν σωριάζομαι κατάκοπος ή αναίσθητος … Dictionary of Greek
υπερείπω — Α 1. υποσκάπτω 2. (αμτβ.) πέφτω, σωριάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐρείπω «κατεδαφίζω, καταστρέφω, κατακρημνίζω»] … Dictionary of Greek